προεγχειρώ

προεγχειρώ
-έω, Α
1. επιχειρώ κάτι προτού έλθει η ώρα του, ενεργώ πρόωρα («προεγχειρῆσαι παρὰ τὴν ἑαυτοῡ γνώμην», Πολ.)
2. δοκιμάζω, εξετάζω κάποιον ή κάτι προηγουμένως («τὰ περί τινος προεγχειρημένα», Σέξτ. Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἐγχειρῶ «επιχειρώ, δοκιμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προεγχείρησις — ήσεως, ἡ, Α [προεγχειρῶ] προηγούμενη διευθέτηση, προηγούμενη κατάταξη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”